δυσαρεστοῦνται

δυσαρεστοῦνται
δυσαρεστέω
suffer annoyance
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”